καταβημεναι

καταβημεναι
    καταβήμεναι
    эп. inf. к καταβαίνω См. καταβαινω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καταβημεναι" в других словарях:

  • καταβήμεναι — καθάπτω fasten aor inf pass (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) καταβαίνω go aor inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππέας — ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος] 1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.) 2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»